- μουσική < μούσα
- μούσα < αρχαία ελληνική Μοῦσα / μοῦσα
μούσα θηλυκό
- (μυθολογία) κάθε μια από τις εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) πρόσωπο που αποτελεί πηγή της έμπνευσης για έναν δημιουργό
Υπώνυμα
- Καλλιόπη (επική ποίηση)
- Κλειώ (ιστορία)
- Ερατώ (λυρική ποίηση)
- Ευτέρπη (μουσική)
- Μελπομένη (τραγωδία)
- Πολύμνια (ιερή ποίηση)
- Τερψιχόρη (χορός)
- Θάλεια (κωμωδία)
- Ουρανία (αστρονομία)
Σημασιολογία του μουσική:
η τέχνη του συνδυασμού ήχων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες