3 Μαρτίου 2018μεμψιμοιρώμεμψιμοιρώ < μεμψίμοιροςμεμψίμοιρος < αρχαία ελληνική μεμψίμοιροςμεμψίμοιρος < μέμφομαι + μοῖραμέμφομαι < αρχαία ελληνική (μέμφομαι)μοῖρα < μείρομαιμείρομαι παίρνω μερίδιο, συμμετέχωRelated ΛήμματαΜοιρολόιΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)