λυσιτελής < αρχαία ελληνική λυσιτελής < λύω (βλέπε σημ. #7) + τέλος
λύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lewH-
τέλος < αρχαία ελληνική τέλος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel– (κινώ, στρίβω)
Σημασιολογία: χρήσιμος, ωφέλιμος
λυσιτελής < αρχαία ελληνική λυσιτελής < λύω (βλέπε σημ. #7) + τέλος
λύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lewH-
τέλος < αρχαία ελληνική τέλος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel– (κινώ, στρίβω)
Σημασιολογία: χρήσιμος, ωφέλιμος