Κρίση

Ετυμολογία της λέξης κρίση

κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις
κρίσις < κρίνω

Σημασιολογία της λέξης κρίση

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
    το αφήνω στην κρίση σας
  2. η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
    οικονομική κρίση

Παράγωγες λέξεις

Επίκριση = Δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου

πρόκριση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή πρόκρισις (προτίμηση) = το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που υπάρχει επιλογή

έγκριση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἔγκρι(σις) + -ση < ἐγκρίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε έγ- + κρίση = η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκρίνω· η επίσημη ή ανεπίσημη, προφορική ή γραπτή, αποδοχή και συμφωνία ενός αρμόδιου (ατόμου, υπηρεσίας, αρχής) για τις μελλοντικές ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του

έκκριση < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἔκκρι(σις) + -ση < ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω

κατάκριση < μεσαιωνική ελληνική κατάκρισις (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάκρισις < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω

διάκριση

διάκριση < αρχαία ελληνική διάκρισις < διακρίνω
διακρίνω < αρχαία ελληνική διακρίνω < διά + κρίνω
  1. ο διαχωρισμός των εννοιών, ατόμων, αντικειμένων κ.λπ που προκύπτει από την κατανόηση των διαφορών μεταξύ τους
    είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης
  2. ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων
    διάκριση των εξουσιών
  3. η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων που προκύπτει από προκαταλήψεις ή συμφέροντα
    πρέπει να βάλουμε τέλος στις διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων
  4. έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς κάποιου
    το βραβείο Νόμπελ είναι η ανώτατη διάκριση για έναν επιστήμονα
  5. η εξουσία που έχει κάποιος να χειρίζεται όπως θέλει μια κατάσταση
    το αφήνω στη διάκρισή σας

 

 

Σχετικά Συντακτική ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Συντακτική ομάδα Consciousness.gr