Κλίση

Ετυμολογία της λέξης κλίση

κλίση < ελληνιστική κοινή κλίσις < κλίνω

κλίνω < αρχαία ελληνική κλίνω

κλίνω < *κλίν-j-ω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *klei-

Σημασιολογία της λέξης κλίση

κλίση θηλυκό

  1. η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
    η πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση
  2. έφεσηροπή
    έχει κλίση στα μαθηματικά
  3. (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
  4. (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
    πρώτη κλίση

Σχετικά Συντακτική ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Συντακτική ομάδα Consciousness.gr