καρδιά < μεσαιωνική ελληνική καρδιά < αρχαία ελληνική καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d–
καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d–
λατινικά: cordis.
Σημασιολογία:
- μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
- (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά
- έβαλε το χέρι του στην καρδιά
- (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- τον αγαπάει με όλη της την καρδιά
- έχει τόσα λουλούδια στον κήπο της, να χαρεί η καρδιά σου
- το κέντρο, το κεντρικό μέρος ενός αντικειμένου ή χώρου
- η καρδιά του αντιδραστήρα
- (μεταφορικά) η ουσία, ο βασικός πυρήνας
- στην καρδιά του προβλήματος
- το μέσο μιας χρονικής περιόδου
- είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κάνει φοβερή ζέστη
- το εσωτερικό μέρος των καρπών ή των φυτών
- σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
- διάθεση, επιθυμία
- δε μου κάνει καρδιά να φύγω
- θάρρος
- εμπρός, με καρδιά, να καταλάβουμε το ύψωμα
- το καθιερωμένο σύμβολο της καρδιάς και του έρωτα