ισορροπία < αρχαία ελληνική ἰσορροπία < ἰσόρροπος < ἴσος + ῥέπω
ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς
Σημασιολογία:
- γέρνω προς τα κάτω, κατεβαίνω, πίπτω
- βλεμμάτων ῥέπει βολή (: χαμηκώνει το βλέμμα, για ντροπαλό κορίτσι)
- ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων (: ο ύπνος που κλείνει τα βλέφαρα)
- κλίνω προς τη μία πλευρά, ρέπω, τείνω, συμπαθώ, υποστηρίζω
- εὖ ῥέπει θεός (ο θεός τον ευνοεί, τον πριμοδοτεί, τείνει προς το μέρος του)
- ῥέπων πρὸς τὴν ἡδονήν – ῥέπων πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν
- είμαι αμφίρροπος, ασταθής
- ὅ τι πολλᾷ ῥέποι ( :που αλλάζει διαρκώς)
- συντελώ, καταλήγω, υπερισχύω, επικρατώ
- μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν (η γνώμη που ήταν αναγκαία επικράτησε, κατέληξε, έγειρε τελικά προς τη σωστή γνώμη η απόφαση)
- τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥέπει
- συμβαίνω
- επηρεάζω
- νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει
- δείχνω, υποδεικνύω, πάω προς τα κάπου
- τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον
- μέσο ῥέπομαι: βρίσκομαι σε ισορροπία με το ίσος
- τῶνδ᾽ ἐξ ἴσου ῥεπομένων (των ευρισκομένων σε ισορροπία)