ηδονή < αρχαία ελληνική ἡδονή
ηδύς < αρχαία ελληνική ἡδύς
ἡδύς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sweh₂dús (ηδύς) < *sweh₂d- (ηδύς)
Λόγια έκφραση του γλυκός
Σημασιολογία:
- η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε, όταν ικανοποιούνται οι φυσικές-βιολογικές επιθυμίες, ανάγκες ή ορμές μας
- (ειδικότερα) η έντονη σωματική ευχαρίστηση που αισθανόμαστε κατά τη διάρκεια της ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής μας