Ευαισθησία

ευαισθησία < αρχαία ελληνική εὐαισθησία

ευ+αισθάνομαι < Παρέκταση του *αἴσθ-ομαι με το επίθημα -αν- . Συγγενές με το ρ. ἀΐω (=καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι) από ένα αρχικό ιε. θέμα αF-ισ- . Πβ. λατ. audio.

Σημασιολογία του αισθάνομαι: 1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας |με αιτ. |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Υ |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Α |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με πλάγια ερωτηματική πρόταση 3. καταλαβαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι |απόλ. |με γεν. |μτχ. αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει “σώας τας φρένας”

Related Λήμματα

Σχετικά Συντακτική ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Συντακτική ομάδα Consciousness.gr