6 Μαρτίου 2018ενεδρεύωενεδρεύω < αρχαία ελληνική ἐνεδρεύω< ἐν + έδραπαρακολουθώ αθέατος άνθρωπο ή ζώο περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθώ,στήνω ενέδρα, παραμονεύω κάποιον για να του κάνω κακό