18 Ιουνίου 2018Ενδελέχειαενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός < ινδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)Σημασιολογία:η συνέχεια, η διάρκειαη συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλειαRelated ΛήμματαενδελεχώςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)