3 Μαρτίου 2018εμπάθειαεμπάθεια < ελληνιστική κοινή ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος)ἐμπάθεια < ἐν + πάθοςπάθος < αρχαία ελληνική πάθοςπάθος < πάσχωπάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω)Related ΛήμματαΠάθησηΠάθοςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)