24 Μαΐου 2020ΕιδύλλιοΕτυμολογία της λέξης ειδύλλιοειδύλλιο < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idylle (< λατινική īdyllium < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον). Δείτε και εἶδοςΣημασιολογία της λέξης ειδύλλιοειδύλλιο ουδέτερο(φιλολογία) ποίημα ή λογοτεχνικό έργο με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και χαρακτήρα παρόμοιο με το αρχαίο ” εἰδύλλιον “ρομαντική ερωτική σχέση(ειρωνικά) σύντομη περίοδος συνεννόησης ή συνεργασίας μεταξύ αντιπάλωνΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)