6 Μαρτίου 2018εγείρωεγείρω < αρχαία ελληνική ἐγείρω < ινδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι, τον ξυπνώανασταίνωανεγείρω οικοδόμημα, χτίζωξεκινώ κάτι, κινητοποιώ, θέτω σε κίνησηΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)