3 Μαρτίου 2018δυσήνιοςδυσήνιος < αρχαία ελληνική δυσήνιος (δυσ- + ηνίο)ηνίο < αρχαία ελληνική ἡνία (μόνο πληθυντικός)Σημασιολογία: ανυπότακτος