6 Μαρτίου 2018ατόπημαατόπημα < ἄτοπος < στερητικό α- + τόποςάτοπος < αρχαία ελληνική ἄτοποςΣημασιολογία:η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργειαυπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεσηRelated ΛήμματαουτοπίαΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Μου αρέσει αυτό:Like Φόρτωση...