αντίληψη < ελληνιστική κοινή ἀντίληψις < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι < ἀντί + λαμβάνω
λαμβάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sleh₂gʷ–
Σημασιολογία:
- το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι, να το καταλαβαίνει (με τη λογική ή τις αισθήσεις
- η ικανότητα ή η δυνατότητα κατανόησης και μάθησης
- γνώμη
- βοήθεια, προστασία, πρόνοια
- (στον πληθυντικό) αντιλήψεις: οι ιδέες, οι απόψεις, η νοοτροπία