1 Μαρτίου 2018ΑνείπωτοςΕτυμολογία: ανείπωτος < α στερητικό και είπα (αόριστος του λέγω)Σημασιολογία: κατά τρόπο που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, απερίγραπτα Related ΛήμματαΛεξικόΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)