ανατολή

Ανατολή

Ετυμολογία της λέξης ανατολή

ανατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω

ανα + τέλλω

τέλλω < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) *tla-. Συγγενές με το (ιαπετικό) tela- (=υψώνωσηκώνω). Με την έννοια συμπληρώνω < (ιαπετικό) qvel- (=περιστρέφω), συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) πέλω

Σημασιολογία της λέξης ανατέλλω

  1. ξεπροβάλλω από τον ορίζοντα, αναδύομαι
    ανατέλλει ο Ήλιος.
    στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει (Κ. Κρυστάλλης, 1890, “Ο Τρύγος”)
  2. (μεταφορικά) αναδύομαι στην επιφάνεια και φέρνω αισιοδοξία
    ανέτειλε ένας νέος κόσμος, νέα ελπίδα, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο

Σημασιολογία της λέξης τέλλω

  1. εγείρωσηκώνω
  2. κάνω κάτι να εγερθεί, να σηκωθεί
  3. φέρω εις τέλος, εις πέρας, αποπερατώνω
  4. εκτελώ
  5. (παθητικό) εγείρομαιεμφανίζομαιανατέλλω
  6. συμπληρώνωολοκληρώνωεκπληρώνω

 

 

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr