ανάσκελα < μεσαιωνική ελληνική ανάσκελα < ανά + σκέλος
σκέλος < αρχαία ελληνική σκέλος
Σημασιολογία του σκέλος:
- (λόγιο) καθένα από τα δύο κάτω άκρα δίποδου ή τα πίσω άκρα τετράποδου
- (μεταφορικά) κάθε τι που μοιάζει με πόδι
- (γενικότερα) το καθένα από όμοια ή παρόμοια πράγματα και ειδικότερα όταν πρόκειται για δύο
- το δεύτερο σκέλος της εξισώσεως περιλαμβάνει μόνο τον άγνωστο χι
- τμήμα κοινού εννοιοσυνόλου (- αντικειμένου) μαζί με άλλα συστατικά, όμως χωρικά ή νοερά ξεχωριστό (μερικώς ή πλήρως διαχωρισμένο)
- ο υπερχιασματικός πυρήνας αποτελείται από δύο σκέλη
Σημασιολογία του ανάσκελα:
- για άνθρωπο που είναι ξαπλωμένος σε μια επιφάνεια, με την πίσω πλευρά του σώματος να εφάπτεται σε αυτήν, σε ύπτια θέση