3 Μαρτίου 2018ακροθιγώςακροθιγώς < ακροθιγήςακροθιγής < ακρο + -θιγής (< θέμα θιγ- του θιγγάνω)θιγγάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeyǵʰ– (ζυμώνω, δίνω μορφή, αγγίζω)αγγίζω < εγγίζω < εγγύςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)