18 Ιουνίου 2018Ακραιφνήςακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής < ακεραιοφανής < ακέραιος + φαίνομαιΣημασιολογία:ανόθευτος, καθαρός(για πρόσωπα) γνήσιοςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)