17 Νοεμβρίου 2020ακηδήςΕτυμολογία της λέξης ακηδήςακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδοςάπό το κῆδος= φροντίζω· απαντάται και στην ενεργ. κήδω μόνο στον ποιητικό λόγο.κηδεία = φροντίδακηδεμόνας = ο φροντιστήςΣημασιολογία της λέξης ακηδήςαμέριμνος, ξέγνοιαστοςαμελής, αδιάφοροςοκνόςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)