2 Φεβρουαρίου 2018Αέναοςαέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω)Σημασιολογία:που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει(γενικότερα) που δεν σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοποςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)