Εκφράσεις
- βγάζω γλώσσα: γίνομαι αναιδής
- βγάζω τη γλώσσα μου
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δε βάζει γλώσσα μέσα του: μιλάει διαρκώς
- δεν μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του (μέσα): δεν μπορεί να συγκρατηθεί και λέει πράγματα που δεν πρέπει
- έγινε η γλώσσα μου παπούτσι, έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι
- έχω μακριά γλώσσα, έχω μια γλώσσα!
- η γλώσσα του βγάζει μέλι
- η γλώσσα των αγγέλων
- κατάπια τη γλώσσα μου: σταμάτησα να μιλάω, από ντροπή
- λύθηκε η γλώσσα του: άρχισε να μιλάει για κάποιο θέμα, ενώ πριν δυσκολευόταν να εκφραστεί
- μάλλιασε η γλώσσα μου: επανέλαβα κάτι (μια συμβουλή) πάρα πολλές φορές
- μου βγαίνει η γλώσσα
- ροδάνι πάει η γλώσσα του: μιλάει με μεγάλη ευχέρεια λόγου
- το έχω στην άκρη της γλώσσας μου: προσπαθώ να θυμηθώ κάτι για να το πω
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα: απειλή σε κάποιο παιδί που χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις
- φάε τη γλώσσα σου: αποτρεπτική έκφραση, για να μη συμβεί κάτι απευκταίο που ο συνομιλητής μας ανέφερε
Παροιμίες
- η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
- γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει
μικρός τόπος,μεγάλη γλώσσα όπου λείπει η καρδιά μιλεί η γλώσσα
Πηγή: https://el.wiktionary.org/